ἀποδεικτέον: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποδείκνυμι]], πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7
|lstext='''ἀποδεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποδείκνυμι]], πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) μετὰ διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:40, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεικτέον Medium diacritics: ἀποδεικτέον Low diacritics: αποδεικτέον Capitals: ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΟΝ
Transliteration A: apodeiktéon Transliteration B: apodeikteon Transliteration C: apodeikteon Beta Code: a)podeikte/on

English (LSJ)

A one must show, proue, Pl.Phdr.245b. 2 c. dupl. acc., one must make one so and so, σκαπανέα αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποδείκνυμι, πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) μετὰ διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7

Spanish (DGE)

1 hay que demostrar ἡμῖν δὲ ἀ. ... τοὐναντίον, ὡς ... Pl.Phdr.245b.
2 c. ac. hay que hacer σκαπανέα γε καὶ ὑδροφόρον αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct.7.

Greek Monotonic

ἀποδεικτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδεικνύω·
1. αυτό που πρέπει κάποιος να αποδείξει.
2. με διπλή αιτ., αυτό που πρέπει να κάνει κάποιον να γίνει τέτοιος ή τέτοιος, σε Λουκ.