ἐκκαλυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκαλυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐκκάλυψιν, [[μετὰ]] γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 141.
|lstext='''ἐκκαλυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐκκάλυψιν, μετὰ γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 141.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαλυπτικός Medium diacritics: ἐκκαλυπτικός Low diacritics: εκκαλυπτικός Capitals: ΕΚΚΑΛΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekkalyptikós Transliteration B: ekkalyptikos Transliteration C: ekkalyptikos Beta Code: e)kkaluptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A suited for discovery, indicative of, c. gen., Stoic. 2.36,72. Adv. -κῶς S.E.P.2.141.

German (Pape)

[Seite 762] ή, όν, geeignet zu enthüllen, zu entdecken, τινός, Sezt. Emp. adv. math. 8, 165.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαλυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόδιος πρὸς ἐκκάλυψιν, μετὰ γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 141.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
en fil. estoica
1 descubridor, revelador c. gen. τὸ φῶς ... τῶν ἄλλων Chrysipp.Stoic.2.36, δεῖ ἄρα τὸ σημεῖον ... ἐκκαλυπτικὴν ἔχειν φύσιν τοῦ λήγοντος Chrysipp.Stoic.2.73, ἡ ἀπόδειξις ἐ. ... τοῦ συμπεράσματος S.E.M.8.140, cf. P.2.170.
2 adv. -ῶς en forma reveladora S.E.P.2.141, M.8.308.

Greek Monolingual

ἐκκαλυπτικός, -ή, -όν (Α)
ενδεικτικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκᾰλυπτικός: обнаруживающий, являющийся признаком (τινος Sext.).