ἐκβλητικός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλητικός Medium diacritics: ἐκβλητικός Low diacritics: εκβλητικός Capitals: ΕΚΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekblētikós Transliteration B: ekblētikos Transliteration C: ekvlitikos Beta Code: e)kblhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A serviceable for expelling, τοξευμάτων Arist.HA612a5 ; βελῶν Antig.Mir.30.

German (Pape)

[Seite 754] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen. (τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκβλητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβλητικός: способный удалять (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).