ἐμβιόω: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβιόω''': μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· [[πέντε]] αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν [[πέντε]] κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι [[μετὰ]] τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4.
|lstext='''ἐμβιόω''': μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· [[πέντε]] αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν [[πέντε]] κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι μετὰ τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβῐόω Medium diacritics: ἐμβιόω Low diacritics: εμβιόω Capitals: ΕΜΒΙΟΩ
Transliteration A: embióō Transliteration B: embioō Transliteration C: emvioo Beta Code: e)mbio/w

English (LSJ)

fut. A -ώσομαι Philostr.Her. 2.3:—live in, ἐν νήσῳ D.S.5.19; ταῖς Ἀθήναις Lib.Or.18.31; ἐ. πέντε . . ἡγεμονίαις Plu.Galb.29, etc.; ἐ. πολιτικαῖς πράξεσιν Id.2.789a. II of plants, become established, Thphr.HP3.6.4; simply, take root, ib. 6.7.3; τῇ γῇ Philostr. l.c.

German (Pape)

[Seite 805] (s. βιόω), darin leben; ἐν τῇ νήσῳ D. Sic. 5, 19; πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσας, der unter fünf Regierungen gelebt hatte, Plut. Galb. 29; aber ὁ ἐμβεβιωκὼς πολιτικαῖς πράξεσιν, der sich damit stets beschäftigt hat, an seni 9. – Von Pflanzen, fortkommen, gedeihen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβιόω: μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, διέρχομαι τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν πέντε κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι μετὰ τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐμβιώσομαι, ao. ἐνεβίωσα, ao.2 ἐνεβίων, pf. ἐμβεβίωκα;
vivre dans.
Étymologie: ἐν, βιόω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. subj. 3a sg. ἐμβιῷ Thphr.CP 2.17.2; perf. part. neutr. plu. ἐνδεδιωκότα TEracl.1.120 (Heraclea IV a.C.)]
1 cobrar vida, de plantas y árboles arraigar, prender πάντα πεφυτευμένα ... καὶ ἐνδεδιωκότα TEracl.l.c., (τὸ ἀβρότονον) ἐμβιῶσαν δὲ καὶ αὐξηθέν, μέγα ... καὶ δενδρῶδες Thphr.HP 6.7.3, cf. 3.6.4, CP 1.2.1, c. dat. κἂν ἡ μὲν ἀειφύλλοις, ἡ δὲ ἐν φυλλοβόλοις ἐμβιῷ ref. al hábitat de dos plantas parásitas, Thphr.l.c.
en v. med. mismo sent. καὶ τὰ δένδρα δὲ εἶπεν ἐμβιώσεσθαι τῇ γῇ μᾶλλον, εἰ ... Philostr.Her.13.13.
2 vivir, pasar la vida τὸ ἐμὸν ἱμάτιον ἐμβιῶναι μὲν ἐπιτήδειον, ἐναποθανεῖν δὲ οὐχί; ¿acaso mi ropa vale para vivir, pero no para morir en ella? Socr. en D.L.2.35, c. dat. ἐν αὐτῇ (νήσῳ) D.S.5.19, cf. 5.39, τῇ κοπρίᾳ Oenom.1 (p.74) ὡς ... τῷ τοῦ πατρὸς ἐμβιῴη μηρῷ de Dionisio, Philostr.VA 2.9, ταῖς Ἀθήναις Lib.Or.18.21
vivir, transcurrir su vida c. dat. de abstr. πολιτικαῖς πράξεσιν Plu.2.789a, τῇ τέχνῃ Them.Or.30.351b, πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσας habiendo transcurrido su vida durante los gobiernos de cinco emperadores Plu.Galb.29, c. adv. πρὸς δὲ τὰς τῆς περιστάσεως ἰδιότητας διηλλαγμένως ἐμβιοῦσι viven de formas variadas según las particularidades del entorno D.S.3.19
vivir, afincarse ξένοις δ' ἐμβιοῦν οὐκ ἔξεστιν ἐν Σπάρτῃ Par.Vat.57.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβιόω: (где-л.) жить (ἐν τῇ νήσῳ Diod.): πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσας Plat. переживший царствование пяти императоров; ἐμβεβιωκὼς πολιτικαῖς πράξεσι Plut. проведший свой век в политической деятельности.