ἐπίστημος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίστημος''': -ον, = [[ἐπιστήμων]], γιγνώσκων, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., Ἱππ. 1200C.
|lstext='''ἐπίστημος''': -ον, = [[ἐπιστήμων]], γιγνώσκων, μετὰ γεν. πράγμ., Ἱππ. 1200C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστημος]], -ον (Α) [[επιστήμων]]<br />αυτός που γνωρίζει καλά [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐπίστημος]], -ον (Α) [[επιστήμων]]<br />αυτός που γνωρίζει καλά [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστημος Medium diacritics: ἐπίστημος Low diacritics: επίστημος Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΣ
Transliteration A: epístēmos Transliteration B: epistēmos Transliteration C: epistimos Beta Code: e)pi/sthmos

English (LSJ)

ον, A = ἐπιστήμων, knowing, c.gen.rei, Hp.Epid.6.8.10. Adv.-μως skilfully, IGRom.3.208 (Ancyra).

German (Pape)

[Seite 984] wissend, kundig, τινός, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστημος: -ον, = ἐπιστήμων, γιγνώσκων, μετὰ γεν. πράγμ., Ἱππ. 1200C.

Greek Monolingual

ἐπίστημος, -ον (Α) επιστήμων
αυτός που γνωρίζει καλά κάτι.