ἑβδομεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑβδομεύομαι''': παθ. ἐπὶ τῶν νηπίων, [[λαμβάνω]] [[ὄνομα]] κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν | |lstext='''ἑβδομεύομαι''': παθ. ἐπὶ τῶν νηπίων, [[λαμβάνω]] [[ὄνομα]] κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν μετὰ τὴν [[γέννησις]], ὡς ἦτο [[συνήθεια]], Λυσ. παρ’ Ἁρπ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:05, 20 April 2021
English (LSJ)
Pass., of children, A receive a name at seven days of age, as was customary, Lys.Fr.95 S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομεύομαι: παθ. ἐπὶ τῶν νηπίων, λαμβάνω ὄνομα κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν μετὰ τὴν γέννησις, ὡς ἦτο συνήθεια, Λυσ. παρ’ Ἁρπ.
Spanish (DGE)
recibir nombre el séptimo día los niños Lys.Fr.95S., Hsch.s.u. ἑβδομευόμενα.
Greek Monolingual
ἑβδομεύομαι (Α)
(για νήπιο) παίρνω το όνομά μου επτά ημέρες μετά τη γέννησή μου.