ἑβδομεύομαι

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑβδομεύομαι Medium diacritics: ἑβδομεύομαι Low diacritics: εβδομεύομαι Capitals: ΕΒΔΟΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hebdomeúomai Transliteration B: hebdomeuomai Transliteration C: evdomeyomai Beta Code: e(bdomeu/omai

English (LSJ)

Pass., of children, receive a name at seven days of age, as was customary, Lys.Fr.95 S.

Spanish (DGE)

recibir nombre el séptimo día los niños Lys.Fr.95S., Hsch.s.u. ἑβδομευόμενα.

Greek (Liddell-Scott)

ἑβδομεύομαι: παθ. ἐπὶ τῶν νηπίων, λαμβάνω ὄνομα κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν μετὰ τὴν γέννησις, ὡς ἦτο συνήθεια, Λυσ. παρ’ Ἁρπ.

Greek Monolingual

ἑβδομεύομαι (Α)
(για νήπιο) παίρνω το όνομά μου επτά ημέρες μετά τη γέννησή μου.