ὀπήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπήεις''': εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, [[δίφρος]] ὀπ., δηλ. [[κάθισμα]] [[μετὰ]] ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.
|lstext='''ὀπήεις''': εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, [[δίφρος]] ὀπ., δηλ. [[κάθισμα]] μετὰ ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει οπή, [[τρύπιος]] («[[δίφρος]] [[ὀπήεις]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπή</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>].
|mltxt=[[ὀπήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει οπή, [[τρύπιος]] («[[δίφρος]] [[ὀπήεις]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπή</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>].
}}
}}

Revision as of 13:10, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπήεις Medium diacritics: ὀπήεις Low diacritics: οπήεις Capitals: ΟΠΗΕΙΣ
Transliteration A: opḗeis Transliteration B: opēeis Transliteration C: opieis Beta Code: o)ph/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (ὀπή) A with a hole, δίφρος ὀ., i. e. an obstetric chair, Hp.Mul.2.114.

German (Pape)

[Seite 356] εσσα, εν, mit einer Oeffnung, einem Loche, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπήεις: εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, δίφρος ὀπ., δηλ. κάθισμα μετὰ ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.

Greek Monolingual

ὀπήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει οπή, τρύπιοςδίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].