ῥύβδην: Difference between revisions
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύβδην''': Ἐπίρρ., | |lstext='''ῥύβδην''': Ἐπίρρ., μετὰ θορύβου, Ἱππῶναξ 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. A = δαψιλῶς, ῥύβδην θυννίδα (θύνναν codd.) . . δαινύμενος Hippon.35 (ῥύδην codd., em. Bgk.; ῥοίβδην· δαψιλῶς, Phot. post ῥυάχετον) ; κηφῆνες προσφέρονται ῥύβδην (v.l. ῥύδην) ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν Arist.HA624a24.
German (Pape)
[Seite 850] adv., vom Fliegen der Biene, Arist. H. A. 9, 40, s. ῥύδην; B. A. 325, 30 steht ῥίβδην.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύβδην: Ἐπίρρ., μετὰ θορύβου, Ἱππῶναξ 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 12.
Greek Monolingual
και ῥοίβδην και ῥύδην Α
επίρρ. άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβδῶ].
Russian (Dvoretsky)
ῥύβδην: Arst. = ῥύδην.