συγκεκριμένος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(39)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 13:39, 7 July 2021

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που υπόκειται στις αισθήσεις, αισθητός, απτός, σε αντιδιαστολή προς τον αφηρημένο
2. σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος
3. το ουδ. ως ουσ. το συγκεκριμένο
(φιλοσ.) όρος που σημαίνει οντότητες, όπως λ.χ. πρόσωπα, υλικής υπόστασης αντικείμενα και συμβάντα ή τους όρους που τά δηλώνουν, σε αντιδιαστολή προς τις αφηρημένες έννοιες, όπως είναι οι αριθμοί, οι τάξεις, οι καταστάσεις, οι ποιότητες, οι σχέσεις κ.ά.
4. φρ. α) «συγκεκριμένα ουσιαστικά»
γραμμ. (σύμφωνα με την παραδοσιακή υποκατηγοριοποίηση τών ουσιαστικών) τα ουσιαστικά που σημαίνουν αντικείμενα, ζώα ή πρόσωπα, δηλαδή όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά μέσω τών αισθήσεων, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, σπίτι, δένδρο κ.ά., σε αντιδιαστολή προς τα αφηρημένα
β) «συγκεκριμένη μουσική»
μουσ. πειραματική τεχνική μουσικής σύνθεσης στην οποία χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη ηχογραφημένοι ποικίλοι φυσικοί θόρυβοι, με σκοπό την παραγωγή ενός μοντάζ ήχων
γ) «συγκεκριμένη ποίηση» — τύπος ποίησης κατά τον οποίο το συναισθηματικό ή άλλο περιεχόμενο τών λέξεων μεταδίδεται ή προεκτείνεται με την οπτική τυπογραφική διάταξη τών λέξεων, τών συλλαβών, τών γραμμάτων ή τμημάτων τών γραμμάτων και τών σημείων στίξεως, αλλ. κυβιστική ποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει προέλθει από τη μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγκρίνω.