δράκαυλος: Difference between revisions
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [δρᾰ-]<br />[[que vive con la serpiente]] epít. de Atenea, S.<i>Fr</i>.643. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δράκαυλος]], -α, -ον (Α)<br />(επίθ. για τις θυγατέρες του Κέκροπος) αυτός που συγκατοικεί με δράκοντα. | |mltxt=[[δράκαυλος]], -α, -ον (Α)<br />(επίθ. για τις θυγατέρες του Κέκροπος) αυτός που συγκατοικεί με δράκοντα. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 20 July 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ον, prob. A living with a snake, epithet of the daughters of Cecrops, S.Fr.643.
German (Pape)
[Seite 664] Soph. frg. 569 bei E. M., den Drachen ansiedelnd, od. bei den Drachen wohnend.
Greek (Liddell-Scott)
δράκαυλος: -ον, ὁ συνοικῶν μετὰ δράκοντος, Σοφ. Ἀποσπ. 569, Μ. Ε.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [δρᾰ-]
que vive con la serpiente epít. de Atenea, S.Fr.643.
Greek Monolingual
δράκαυλος, -α, -ον (Α)
(επίθ. για τις θυγατέρες του Κέκροπος) αυτός που συγκατοικεί με δράκοντα.