ἀπόπολις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀπόπτολις]] S.<i>OC</i> 208, <i>OT</i> 1000, <i>Tr</i>.647, E.<i>Fr</i>.70 p.24 Bond<br />[[ausente]], [[desterrado]], [[exiliado de la ciudad]], [[ἀπόπολις]] δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.<i>A</i>.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.
|dgtxt=-εως<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀπόπτολις]] S.<i>OC</i> 208, <i>OT</i> 1000, <i>Tr</i>.647, E.<i>Fr</i>.70 p.24 Bond<br />[[ausente]], [[desterrado]], [[exiliado de la ciudad]], [[ἀπόπολις]] δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.<i>A</i>.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:41, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπολις Medium diacritics: ἀπόπολις Low diacritics: απόπολις Capitals: ΑΠΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: apópolis Transliteration B: apopolis Transliteration C: apopolis Beta Code: a)po/polis

English (LSJ)

poet. ἀποποί-πτολις, ι, gen. ιδος and εως, A far from the city, banished, ἀ. ἔσει A.Ag.1410 (lyr.), cf. S.OT1000, OC208, E.Hyps. Fr.44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.Tr.647 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 320] (fern von der Stadt) entfernt, Aesch. Ag. 1884. S. ἀπόπτολις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπόπτολις, ι, γεν. -ιδος καὶ -εως: ― μακρὰν τῆς πόλεως, ἐξόριστος, ἀπ. ἔσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1410, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1000, Ο. Κ. 208˙ ἀπόπτολιν ἔχειν τινά, ὁ αὐτ. Τρ. 674, πρβλ. ἀγχίπολις.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
banni de la cité, exilé.
Étymologie: ἀπό, πόλις.

Spanish (DGE)

-εως
• Alolema(s): ἀπόπτολις S.OC 208, OT 1000, Tr.647, E.Fr.70 p.24 Bond
ausente, desterrado, exiliado de la ciudad, ἀπόπολις δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.A.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.

Greek Monolingual

ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.

Greek Monotonic

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. -ιδος και -εως· αυτός που βρίσκεται μακριά από την πόλη του, εξόριστος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπολις: поэт. ἀπόπτολις, ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.

Middle Liddell


far from the city, banished, Aesch., Soph.