ἐγκαθείργω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -κατ- Agath.1.11.5<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pas. ind. fut. 1<sup>a</sup> plu. ἐγκατειρχθησόμεθα <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.34]<br /><b class="num">1</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξας I.<i>BI</i> 1.54, ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷ X.Eph.2.6.5, τοὺς δυσμενεῖς Agath.l.c., ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες Pall.<i>H.Laus</i>.58.1, en v. pas. ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένους I.<i>AI</i> 17.178, αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένους <i>PMasp</i>.2.2.6 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. [[quedar encerrado o atrapado dentro]] πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃ Aret.<i>SA</i> 1.5.7, πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένον Aret.<i>SA</i> 2.8.5, del alma dentro del cuerpo: ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένον Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.2.33, εἰς ἄτιμα ... σκηνώματα <i>Corp.Herm.Fr</i>.l.c., τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένην en el cuerpo, Iul.<i>Or</i>.7.206b.<br /><b class="num">2</b> [[constreñir]], [[contener]] φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξε Plu.2.456c, τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντες limitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos</i> Thdt.M.83.560B.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -κατ- Agath.1.11.5<br /><b class="num">• Morfología:</b> [pas. ind. fut. 1<sup>a</sup> plu. ἐγκατειρχθησόμεθα <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.34]<br /><b class="num">1</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξας I.<i>BI</i> 1.54, ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷ X.Eph.2.6.5, τοὺς δυσμενεῖς Agath.l.c., ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες Pall.<i>H.Laus</i>.58.1, en v. pas. ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένους I.<i>AI</i> 17.178, αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένους <i>PMasp</i>.2.2.6 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. [[quedar encerrado o atrapado dentro]] πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃ Aret.<i>SA</i> 1.5.7, πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένον Aret.<i>SA</i> 2.8.5, del alma dentro del cuerpo: ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένον Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.2.33, εἰς ἄτιμα ... σκηνώματα <i>Corp.Herm.Fr</i>.l.c., τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένην en el cuerpo, Iul.<i>Or</i>.7.206b.<br /><b class="num">2</b> [[constreñir]], [[contener]] φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξε Plu.2.456c, τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντες limitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos</i> Thdt.M.83.560B.
}}
}}

Revision as of 12:55, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθείργω Medium diacritics: ἐγκαθείργω Low diacritics: εγκαθείργω Capitals: ΕΓΚΑΘΕΙΡΓΩ
Transliteration A: enkatheírgō Transliteration B: enkatheirgō Transliteration C: egkatheirgo Beta Code: e)gkaqei/rgw

English (LSJ)

and ἐγκάθ-γνῡμι, A shut up, enclose, ib.5.1.2; φορβείᾳ τὸ ῥαγδαῖον Plu.2.456c:— Pass., ib.951b, Jul.Or.7.206b:—also ἐγκατείργω, Agath.1.11, al.:— Pass., Aret.SA1.5, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 703] darin einschließen; οἰκήματι σκοτεινῷ Xen. Eph. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθείργω: καὶ -γνῦμι: μέλλ. -ξω, ἐγκλείω, περιορίζω, κατακλείω, Πλούτ. 2. 951Β.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -κατ- Agath.1.11.5
• Morfología: [pas. ind. fut. 1a plu. ἐγκατειρχθησόμεθα Corp.Herm.Fr.23.34]
1 encerrar, aprisionar τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξας I.BI 1.54, ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷ X.Eph.2.6.5, τοὺς δυσμενεῖς Agath.l.c., ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες Pall.H.Laus.58.1, en v. pas. ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένους I.AI 17.178, αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένους PMasp.2.2.6 (VI d.C.)
en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. quedar encerrado o atrapado dentro πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃ Aret.SA 1.5.7, πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένον Aret.SA 2.8.5, del alma dentro del cuerpo: ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένον Gr.Thaum.Pan.Or.2.33, εἰς ἄτιμα ... σκηνώματα Corp.Herm.Fr.l.c., τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένην en el cuerpo, Iul.Or.7.206b.
2 constreñir, contener φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξε Plu.2.456c, τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντες limitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos Thdt.M.83.560B.