ἐγκαθείργω

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθείργω Medium diacritics: ἐγκαθείργω Low diacritics: εγκαθείργω Capitals: ΕΓΚΑΘΕΙΡΓΩ
Transliteration A: enkatheírgō Transliteration B: enkatheirgō Transliteration C: egkatheirgo Beta Code: e)gkaqei/rgw

English (LSJ)

and ἐγκάθείργνυμι, shut up, enclose, ib.5.1.2; φορβείᾳ τὸ ῥαγδαῖον Plu.2.456c:—Pass., ib.951b, Jul.Or.7.206b:—also ἐγκατείργω, Agath.1.11, al.:—Pass., Aret.SA1.5, Herm. ap. Stob.1.49.44.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -κατ- Agath.1.11.5
• Morfología: [pas. ind. fut. 1a plu. ἐγκατειρχθησόμεθα Corp.Herm.Fr.23.34]
1 encerrar, aprisionar τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξας I.BI 1.54, ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷ X.Eph.2.6.5, τοὺς δυσμενεῖς Agath.l.c., ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες Pall.H.Laus.58.1, en v. pas. ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένους I.AI 17.178, αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένους PMasp.2.2.6 (VI d.C.)
en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. quedar encerrado o atrapado dentro πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃ Aret.SA 1.5.7, πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένον Aret.SA 2.8.5, del alma dentro del cuerpo: ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένον Gr.Thaum.Pan.Or.2.33, εἰς ἄτιμα ... σκηνώματα Corp.Herm.Fr.l.c., τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένην en el cuerpo, Iul.Or.7.206b.
2 constreñir, contener φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξε Plu.2.456c, τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντες limitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos Thdt.M.83.560B.

German (Pape)

[Seite 703] darin einschließen; οἰκήματι σκοτεινῷ Xen. Eph. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθείργω: καὶ -γνῦμι: μέλλ. -ξω, ἐγκλείω, περιορίζω, κατακλείω, Πλούτ. 2. 951Β.