ἐνύδριος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -ία Procl.<i>in R</i>.2.18.24<br /><b class="num">1</b> [[acuático]], [[del agua]] op. a terrestre, aéreo ... νύμφαι πηγαῖαι καὶ ἐνύδρια πνεύματα ninfas de las fuentes y espíritus acuáticos</i>, <i>Orac.Chald</i>.216, θεοί Iambl.<i>Myst</i>.1.9, de los seres cósmicos, Olymp.<i>in Alc</i>.19, τάξις ἐ. orden, clase acuática</i> Procl.l.c., [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ἐμπύριος]] καὶ ἀέριος καὶ ἐ. de los dif. tipos a partir del ‘hombre ideal’, Procl.<i>in Prm</i>.812.12, ζῷα Procl.<i>in Ti</i>.2.281.29, cf. 3.189.1<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. subst. τὸ ἐ. [[el género acuático]] Procl.<i>in Ti</i>.3.109.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ίως [[en el agua]], [[por medio del agua]] αὐτῶν μετέχειν Iambl.<i>Myst</i>.1.9.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -ία Procl.<i>in R</i>.2.18.24<br /><b class="num">1</b> [[acuático]], [[del agua]] op. a terrestre, aéreo ... νύμφαι πηγαῖαι καὶ ἐνύδρια πνεύματα ninfas de las fuentes y espíritus acuáticos</i>, <i>Orac.Chald</i>.216, θεοί Iambl.<i>Myst</i>.1.9, de los seres cósmicos, Olymp.<i>in Alc</i>.19, τάξις ἐ. orden, clase acuática</i> Procl.l.c., [[ἄνθρωπος]] καὶ [[ἐμπύριος]] καὶ ἀέριος καὶ ἐ. de los dif. tipos a partir del ‘hombre ideal’, Procl.<i>in Prm</i>.812.12, ζῷα Procl.<i>in Ti</i>.2.281.29, cf. 3.189.1<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. subst. τὸ ἐ. [[el género acuático]] Procl.<i>in Ti</i>.3.109.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ίως [[en el agua]], [[por medio del agua]] αὐτῶν μετέχειν Iambl.<i>Myst</i>.1.9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνύδριος]], -ον (AM)<br />[[ένυδρος]], αυτός που ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε νερά<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] υδρόβιου θηλαστικού, κν. βίδρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνυδρίως</i><br />ενύδρως, [[μέσα]] στο [[νερό]].
|mltxt=[[ἐνύδριος]], -ον (AM)<br />[[ένυδρος]], αυτός που ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε νερά<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] υδρόβιου θηλαστικού, κν. βίδρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνυδρίως</i><br />ενύδρως, [[μέσα]] στο [[νερό]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνύδριος Medium diacritics: ἐνύδριος Low diacritics: ενύδριος Capitals: ΕΝΥΔΡΙΟΣ
Transliteration A: enýdrios Transliteration B: enydrios Transliteration C: enydrios Beta Code: e)nu/drios

English (LSJ)

ον, A = ἔνυδρος, Orac. ap. Lyd.Mens.3.5; (θεοί) Iamb.Myst.1.9. Adv. -ίως ibid.

German (Pape)

[Seite 860] = ἔνυδρος, Iambl. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνύδριος: -ον, = ἔνυδρος, Χρησμ. παρ’ Ἰω. Λυδ. π. Μην. 3. 5, σ. 88. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. π. Μυστ. 1. 9, σ. 18.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): fem. -ία Procl.in R.2.18.24
1 acuático, del agua op. a terrestre, aéreo ... νύμφαι πηγαῖαι καὶ ἐνύδρια πνεύματα ninfas de las fuentes y espíritus acuáticos, Orac.Chald.216, θεοί Iambl.Myst.1.9, de los seres cósmicos, Olymp.in Alc.19, τάξις ἐ. orden, clase acuática Procl.l.c., ἄνθρωπος καὶ ἐμπύριος καὶ ἀέριος καὶ ἐ. de los dif. tipos a partir del ‘hombre ideal’, Procl.in Prm.812.12, ζῷα Procl.in Ti.2.281.29, cf. 3.189.1
neutr. sg. subst. τὸ ἐ. el género acuático Procl.in Ti.3.109.2.
2 adv. -ίως en el agua, por medio del agua αὐτῶν μετέχειν Iambl.Myst.1.9.

Greek Monolingual

ἐνύδριος, -ον (AM)
ένυδρος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε νερά
μσν.
το αρσ. ως ουσ. είδος υδρόβιου θηλαστικού, κν. βίδρα.
επίρρ...
ἐνυδρίως
ενύδρως, μέσα στο νερό.