ἐνύδριος
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ἐνύδριον, = ἔνυδρος, Orac. ap. Lyd.Mens.3.5; (θεοί) Iamb.Myst.1.9. Adv. ἐνυδρίως ibid.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): fem. -ία Procl.in R.2.18.24
1 acuático, del agua op. a terrestre, aéreo ... νύμφαι πηγαῖαι καὶ ἐνύδρια πνεύματα ninfas de las fuentes y espíritus acuáticos, Orac.Chald.216, θεοί Iambl.Myst.1.9, de los seres cósmicos, Olymp.in Alc.19, τάξις ἐ. orden, clase acuática Procl.l.c., ἄνθρωπος καὶ ἐμπύριος καὶ ἀέριος καὶ ἐ. de los dif. tipos a partir del ‘hombre ideal’, Procl.in Prm.812.12, ζῷα Procl.in Ti.2.281.29, cf. 3.189.1
•neutr. sg. subst. τὸ ἐ. el género acuático Procl.in Ti.3.109.2.
2 adv. -ίως en el agua, por medio del agua αὐτῶν μετέχειν Iambl.Myst.1.9.
German (Pape)
[Seite 860] = ἔνυδρος, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνύδριος: -ον, = ἔνυδρος, Χρησμ. παρ’ Ἰω. Λυδ. π. Μην. 3. 5, σ. 88. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. π. Μυστ. 1. 9, σ. 18.
Greek Monolingual
ἐνύδριος, -ον (AM)
ένυδρος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε νερά
μσν.
το αρσ. ως ουσ. είδος υδρόβιου θηλαστικού, κν. βίδρα.
επίρρ...
ἐνυδρίως
ενύδρως, μέσα στο νερό.