ἄγρυκτος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγρυκτος''': -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - [[ἐντεῦθεν]] ἀγρυξία, ἡ· [[ἄκρα]] [[σιγή]]. Πινδ. Ἀποσπ. 253.
|lstext='''ἄγρυκτος''': -ον, (α στερητ., [[γρῦ]]) [[ἄρρητος]], περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - [[ἐντεῦθεν]] [[ἀγρυξία]], ἡ· [[ἄκρα]] [[σιγή]]. Πινδ. Ἀποσπ. 253.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[indecible]] ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168.
|dgtxt=-ον [[indecible]] ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168.
}}
}}

Revision as of 10:17, 31 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγρυκτος Medium diacritics: ἄγρυκτος Low diacritics: άγρυκτος Capitals: ΑΓΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: ágryktos Transliteration B: agryktos Transliteration C: agryktos Beta Code: a)/gruktos

English (LSJ)

ον, (ἀ- priv., γρύζω) A not to be spoken of, ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.157. ἀγρυξία, ἡ, dead silence, Pi.Fr.229.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρυκτος: -ον, (α στερητ., γρῦ) ἄρρητος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ οὐδὲ γρῦ, ἄγρυκτα παθεῖν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20· - ἐντεῦθεν ἀγρυξία, ἡ· ἄκρα σιγή. Πινδ. Ἀποσπ. 253.

Spanish (DGE)

-ον indecible ἄγρυκτα παθεῖν Pherecr.168.