γρῦ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
used with negs., ἀποκρινομένῳ… οὐδὲ γρῦ = not a syllable, Ar.Pl. 17, cf. D.19.39; μηδὲ γρῦ λέγε Men.521; ὄψου μηδὲν… μηδὲ γρῦ = not a morsel, not a bit, Antiph.190.13; διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γρῦ Men. 364, cf. Sam.310, Aristaenet.1.17, Jul.ad Ath.273b. (Expld. of the noise of swine, not even a grunt, by Sch.Ar. l.c.; also, a small coin, Suid.; but prop. = dirt under the nail, Hsch., who also explains it as = γρύτη, cf. γρύξ.)
Spanish (DGE)
τό
• Grafía: acent. γρύ Sch.Ar.Pl.17, Sud., Tz.H.4.886, 890
indecl., voz prob. onom. gru, mu c. dif. interpr. de la gram. ant. sobre su sign. u origen: indica cosa insignificante c. neg. y verbo de lengua καὶ ταῦτ' ἀποκρινόμενος τὸ παράπαν οὐδὲ γρῦ y eso sin responderme ni mu, e.e. sin hacerme ni caso Ar.Pl.17, cf. D.19.39, Numen.27.52, ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῦ ... λέγε = del vino no digas ni mu Men.Fr.454, c. otros verb. διαφέρει ... οὐδὲ γρῦ no hay la más mínima diferencia Men.Fr.304, Sam.655, οὐδὲ γρῦ ... ἐπαΐειν no prestar la más mínima atención Aristaenet.1.17.19, cf. Luc.Lex.19, ἐμοί τε ... οὐδὲ γρὺ μετέδωκεν αὐτῆς (οὐσίας) de esta (herencia) no compartió conmigo lo más mínimo Iul.ad Ath.273b, como ej. de palabra formular usada por ciertos oradores AP 11.142 (Lucill.), en los prov. οὐδὲ τὸ Δίωνος γρῦ ref. a lo que no hay que hacerle ni caso, Zen.5.54, tb. sin negación τὸ Δίωνος γρῦ = para lo pequeño y de poco valor, Apostol.17.3, Sud., οὐδὲ γρῦ φθέγγεσθαι = para lo que se quiere menospreciar, Sch.Ar.Pl.17, cf. Hdn.Philet.20, Hsch., Tz.H.4.890
•interpr. por la gram. tard. como mugre, porquería metida en las uñas Hdn.Philet.20, Hsch., Zonar., Tz.H.4.887
•moneda pequeña o de muy poco valor Sud., Zonar.
•o como onom. del gruñido del cerdo, Tz.H.4.887.
• Etimología: Onom. del gruñido del cerdo.
German (Pape)
[Seite 507] (nicht γρύ, s. Arcad.), der Grunzlaut der Schweine, Schol. Ar. Plut. 17; – nach VLL. auch der Schmutz unter den Nägeln, ὁ ἐν τοῖς ὄνυξι βραχὺς ῥύπος B. A. 228; vgl. Zenob. 5, 54; οὐδὲ γρῦ ἀπεκρίνατο, er hat nicht einmal gemuchst, Ar. Plut. 17; μηδὲ γρῦλέγε Men. bei Ammon. p. 67; u. allein, οὐδὲ γρῦ, auch nicht das Geringste, Dem. 19, 39; ὄψου μηδὲν εἰσπλεῖν μηδὲ γρῦ Antiphan. Ath. VIII, 343 (v. 13); φροντίζειν Luc. Lex. 19.
French (Bailly abrégé)
grognement du porc;
selon d'autres, saleté qui s'amasse sous les ongles ; un rien (d'ord. avec οὐδέ ou μηδέ) : οὐδ' ὅσον τοῦ γρῦ LUC moins que (litt. pas même autant que) rien.
Étymologie: DELG onomat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρῦ, onomat., indecl., vaste verbinding met ontk.: οὐδὲ γρῦ in het geheel niet;. οὐδ’ ὅσον τοῦ γρῦ καὶ τοῦ φνεῖ φροντιοῦμεν αὐτοῦ ik zal me niet ook maar een seconde om hem bekommeren Luc. 46.19.
Russian (Dvoretsky)
γρῦ: indecl., только в выраж. οὐδὲ или μηδὲ γρῦ ни капли, нисколько (διαφέρειν οὐδὲ γρῦ Men.): οὐδὲ γρῦ ἀπεκρίνατο Arph. он и не заикнулся в ответ; περὶ δὲ Θηβαίων οὐδὲ γρῦ Dem. о фиванцах же ни звука; οὐδ᾽ ὅσον τοῦ γρῦ καὶ τοῦ φνεῖ φροντίζειν τινός Luc. нимало не заботиться о ком(чем)-л.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.?
Meaning: with negation, a small measure, often of sounds (Ar.); sch. Ar. Pl. 17 from the grunting of a swine (clearly onomat.); = ὁ ὑπὸ τῳ̃ ὄνυχι ῥύπος H. (also γρύξ) and = γρύτη; a small coin Suid.
Other forms: indecl.
Derivatives: γρύζω, aor. γρύξαι grunt (Ar.), γρυσμός (Agathocl.); γρῦλος, expressive gemination γρύλλος piglet (Ath.), metaph. eel (Diph. Siph.; because of its thickness and sound, s. Strömberg Fischnamen 68f.); γρυλίων χοῖρος H; as PN Γρῦλος, -ων etc. (Bechtel Hist. Personennamen 581); γρυλίζω (Ar.; γρυλλίζω rejected by Phryn.); γρυλισμός (Arist.); γρύλλη ὑῶν φωνή H. - γογγρύζειν, γογγρύσαι (H.) influenced by γογγύζειν (s. v.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: With onomat. γρύζω compare Lat. grunnio, grundio, ags. grun(n)ian, OHG NHG grunzen. - Difficult γρωνάδες θήλειαι σύες H., which has been thought to represent the Laconian pronunciation with [u], cf NGr. γουρούνι swine (γέωνα H. an error?); s. Kretschmer Glotta 13, 135. - On γρύλλος caricature and γρυλλισμός a dance s. v.
Middle Liddell
[Formed from the sound.]
a grunt, as of swine: hence οὐδὲ γρῦ ἀποκρίνεσθαι to answer not even with a grunt, Ar.; οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν Dem.
Greek Monotonic
γρῦ: γρύλλισμα, φωνή που παράγει το γουρούνι· οὐδὲγρῦ ἀποκρίνεσθαι, δεν απαντώ ούτε καν με γρύλλισμα, σε Αριστοφ.· οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν, σε Δημ. (ηχομιμ. λέξη).
Greek (Liddell-Scott)
γρῦ: ἐν χρήσει παρὰ κωμικοῖς, ἀείποτε μετὰ τοῦ οὐδὲ ἢ μηδέ, ἀποκρινομένῳ · οὐδὲ γρῦ, οὐδὲ συλλαβήν, Ἀριστοφ. Πλ. 17· οὐδὲ γρῦ ἀπαγγέλλειν Δημ. 353. 10· μηδὲ γρῦ λέγε Μένανδ. Ψευδ. 4· ὄψου μηδὲν · μηδὲ γρῦ, μηδ’ ὀλίγον, μηδόλως, Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 13· διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γρῦ Μένανδ. Ὀργ. 2. (Κοινῶς ἑρμηνευόμενον ἐκ τῆς φωνῆς τῶν χοίρων, =οὐδὲ ἕν γρύξιμον, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. καὶ ἕτεροι λέγουσι ὅτι τὸ γρῦ ἐσήμαινε κυρίως «τὸν ὑπὸ τῷ ὄνυχι ῥύπον», ὅθεν=πᾶν πρᾶγμα ὅλως ἀσήμαντον).
Frisk Etymology German
γρῦ: {grũ}
Forms: gewöhnlich mit Negation,
Meaning: Bez. einer geringen Größe oder eines geringen Maßes, oft von Lauten (Ar., D., Men. usw.); nach Sch. Ar. Pl. 17 vom Grunzlaut des Schweins, offenbar lautimitierend; nach H. auch = ὁ ὑπὸ τῳ̃ ὄνυχι ῥύπος (im selben Sinne auch γρύξ nach den Nomina oder Adverbia auf -ξ) und = γρύτη; nach Suid. Ben. einer kleinen Münze.
Derivative: Davon mit verbalisierendem -ζω (Schwyzer 716; nicht aus *γρυδ- oder *γρυγ-) γρύζω, Aor. γρύξαι grunzen (Ar. usw.) mit γρυσμός (Agathokl.); mit λ-Suffix γρῦλος, expressiv (hypokoristisch) geminiert γρύλλος ‘Ferkel (Ath., Plu., Zonar.), auch übertragen als Bez. des Aals (Diph. Siph., Nik.; wegen der Dicke und der Lautgebung, s. Strömberg Fischnamen 68f.); außerdem als PN Γρῦλος, -ων usw. (Bechtel Hist. Personennamen 581); das anscheinend davon abgeleitete γρυλίζω (γρυλλίζω, von Phryn. verworfen) erscheint schon bei Ar. und D.; davon γρυλισμός das Grunzen (Arist.); auch γρύλλη· ὑῶν φωνή H. Die Zeitfolge der Belege läßt vermuten, daß γρῦλος Ferkel (ebenso wie γρύλλη) postverbal ist und daß γρυλίζω eine expressive λ-Erweiterung enthält (nach θρυλέω, -ίζω, θρῦλος?). — γογγρύζειν, γογγρύσαι (H.) sind durch Kreuzung mit γογγύζειν (s. d.) entstanden.
Etymology: Das lautmalende γρύζω hat nahe Entsprechungen in lat. grunnio, grundio, ags. grun(n)ian, ahd. nhd. grunzen usw.; Näheres bei W.-Hofmann s. v. Aus dem Griechischen gehört noch hierher γρωνάδες· θήλειαι σύες und ngr. γουρούνι Schwein; s. Kretschmer Glotta 13, 135. — Über γρύλλος Karikatur und γρυλλισμός Bez. eines Tanzes s. bes.
Page 1,328-329
Greek Monolingual
(AM γρῦ)
φρ. «δεν είπε γρυ» δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῦ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος
β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῦ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος
γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῦ», Δημοσθένης
δ. «καὶ ταῡτ' ἀποκρινομένω τὸ παράπαν οὐδὲ γρῦ», Αριστοφάνης)
νεοελλ.
φρ.. «δεν καταλαβαίνω, δεν σκαμπάζω γρυ» — δεν καταλαβαίνω τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη, ο σχηματισμός της οποίας έχει ερμηνευθεί από τον ήχο του γρυλλίσματος του γουρουνιού. Από τη φωνή του ζώου και με αρνητική χρήση («ούτε ένα γρύλλισμα») κατέληξε να σημαίνει «ούτε συλλαβή, ούτε τόσο δα, καθόλου» (πρβλ. και λ. γρύζω)].