βουκία: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(big3_9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />cierta [[galleta]] o [[bizcocho]], <i>POxy</i>.397 (I d.C.), cf. βουκ(κ)ίον.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />cierta [[galleta]] o [[bizcocho]], <i>POxy</i>.397 (I d.C.), cf. βουκ(κ)ίον.
}}
{{grml
|mltxt=[[βουκία]], η (Α) και βουκιά (Μ)<br />η [[μπουκιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] αρτοειδούς γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bucca</i> «[[μάγουλο]]» ([[πρβλ]]. [[βούκα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cierta galleta o bizcocho, POxy.397 (I d.C.), cf. βουκ(κ)ίον.

Greek Monolingual

βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ)
η μπουκιά
αρχ.
είδος αρτοειδούς γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)].