βουκία

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cierta galleta o bizcocho, POxy.397 (I d.C.), cf. βουκ(κ)ίον.

Greek Monolingual

βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ)
η μπουκιά
αρχ.
είδος αρτοειδούς γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)].