Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουβός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βωβός]] και Μ [[βουβός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν κάνει θόρυβο, [[ήσυχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ξύλινη [[δοκός]], χοντρή και ανθεκτική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βωβά πρόσωπα» — πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία συμμετέχουν στην [[παράσταση]] [[χωρίς]] να μιλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>βος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλαμβός]], [[κολοβός]], [[ραιβός]] <b>κ.ά.</b>) που συνδέθηκε με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βωβύζειν]] «σαλπίζειν»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βωβός]] και Μ [[βουβός]], -ή, -όν)<br />αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν κάνει θόρυβο, [[ήσυχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ξύλινη [[δοκός]], χοντρή και ανθεκτική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βωβά πρόσωπα» — πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία συμμετέχουν στην [[παράσταση]] [[χωρίς]] να μιλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>βος</i> ([[πρβλ]]. [[κλαμβός]], [[κολοβός]], [[ραιβός]] <b>κ.ά.</b>) που συνδέθηκε με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βωβύζειν]] «σαλπίζειν»].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βωβός και Μ βουβός, -ή, -όν)
αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος
2. το ουδ. ως ουσ. ξύλινη δοκός, χοντρή και ανθεκτική
αρχ.
φρ. «βωβά πρόσωπα» — πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία συμμετέχουν στην παράσταση χωρίς να μιλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σχηματισμός σε -βος (πρβλ. κλαμβός, κολοβός, ραιβός κ.ά.) που συνδέθηκε με τη γλώσσα του Ησύχ. βωβύζειν «σαλπίζειν»].