γλαύκα: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γλαύξ]] ([[γλαυκός]]), η (AM [[γλαύξ]], Α και γλαῡξ)<br /><b>1.</b> η [[κουκουβάγια]], νυκτόβιο αρπακτικό της τάξης [[γλαυκόμορφα]] ή στιγγόμορφα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κομίζει [[γλαύκα]] εις Αθήνας», «γλαῡκ' Ἀθήναζε», «γλαῡκ' ἐς Ἀθήνας» — παρουσιάζει ως νέο [[κάτι]] πασίγνωστο, κάνει [[κάτι]] εντελώς περιττό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβολο]] της Αθηνάς<br /><b>2.</b> αθηναϊκό [[νόμισμα]] με [[παράσταση]] [[γλαυκός]] («γλαῡκες Λαυρεωτικαί»)<br /><b>3.</b> [[είδος]] αγγείου σε [[σχήμα]] [[γλαυκός]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η λ. προήλθε από το [[γλαυκός]], εξαιτίας του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού, [[πράγμα]] που αργότερα από μερικούς θεωρήθηκε ως [[παρετυμολογία]]. Υποστηρίχθηκε εξάλλου και η [[προέλευση]] της λ. από το σύνθετο [[γλαυκώπις]] με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού και [[χρησιμοποίηση]] του ως αυτοτελούς λέξης (<b>[[πρβλ]].</b> λ. χ. <i>γαμψώνυξ</i> &GT; [[γαμψός]])].
|mltxt=και [[γλαύξ]] ([[γλαυκός]]), η (AM [[γλαύξ]], Α και γλαῡξ)<br /><b>1.</b> η [[κουκουβάγια]], νυκτόβιο αρπακτικό της τάξης [[γλαυκόμορφα]] ή στιγγόμορφα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κομίζει [[γλαύκα]] εις Αθήνας», «γλαῡκ' Ἀθήναζε», «γλαῡκ' ἐς Ἀθήνας» — παρουσιάζει ως νέο [[κάτι]] πασίγνωστο, κάνει [[κάτι]] εντελώς περιττό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβολο]] της Αθηνάς<br /><b>2.</b> αθηναϊκό [[νόμισμα]] με [[παράσταση]] [[γλαυκός]] («γλαῡκες Λαυρεωτικαί»)<br /><b>3.</b> [[είδος]] αγγείου σε [[σχήμα]] [[γλαυκός]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η λ. προήλθε από το [[γλαυκός]], εξαιτίας του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού, [[πράγμα]] που αργότερα από μερικούς θεωρήθηκε ως [[παρετυμολογία]]. Υποστηρίχθηκε εξάλλου και η [[προέλευση]] της λ. από το σύνθετο [[γλαυκώπις]] με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού και [[χρησιμοποίηση]] του ως αυτοτελούς λέξης ([[πρβλ]]. λ. χ. <i>γαμψώνυξ</i> > [[γαμψός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ)
1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό της τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα
2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ' Ἀθήναζε», «γλαῡκ' ἐς Ἀθήνας» — παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς περιττό
αρχ.
1. σύμβολο της Αθηνάς
2. αθηναϊκό νόμισμα με παράσταση γλαυκός («γλαῡκες Λαυρεωτικαί»)
3. είδος αγγείου σε σχήμα γλαυκός
4. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η λ. προήλθε από το γλαυκός, εξαιτίας του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού, πράγμα που αργότερα από μερικούς θεωρήθηκε ως παρετυμολογία. Υποστηρίχθηκε εξάλλου και η προέλευση της λ. από το σύνθετο γλαυκώπις με απόσπαση του α' συνθετικού και χρησιμοποίηση του ως αυτοτελούς λέξης (πρβλ. λ. χ. γαμψώνυξ > γαμψός)].