αυτόμολος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόμολος]], -ον)<br />(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[αυτόκλητος]], [[ακάλεστος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτομόλως</i><br />προδοτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>μολ</i>-, [[έμολον]], αόρ. β' του [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγχίμολος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόμολος]], -ον)<br />(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. [[αυτόκλητος]], [[ακάλεστος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>αὐτομόλως</i><br />προδοτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>μολ</i>-, [[έμολον]], αόρ. β' του [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]» ([[πρβλ]]. [[αγχίμολος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόμολος, -ον)
(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους
αρχ.
Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος
II. επίρρ. αὐτομόλως
προδοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + (θ.) μολ-, έμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι» (πρβλ. αγχίμολος)].