γωνιόλιθος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />[[λίθος]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[παραλληλόγραμμος]] και [[ογκώδης]] και [[κατάλληλος]] για τη [[δομή]] γωνιών κτηρίου, [[αγκωνάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου<br / | |mltxt=ο<br />[[λίθος]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[παραλληλόγραμμος]] και [[ογκώδης]] και [[κατάλληλος]] για τη [[δομή]] γωνιών κτηρίου, [[αγκωνάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornerstone</i> <span style="color: red;"><</span> <i>corner</i> «[[γωνία]]» <span style="color: red;">+</span> <i>stone</i> «[[λίθος]]». Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Νέα Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |