εγγονός: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και έγγονος και αγγονός και [[άγγονας]], ο<br />θηλ. [[εγγονή]] και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η<br />ουδ. [[εγγόνι]] και αγγόνι, το (AM [[ἔγγονος]], ο<br />θηλ. [[ἐγγόνη]] και [[ἔγγονος]], η)<br />το [[παιδί]] του γιου ή της κόρης κάποιου<br />(αρχ.- μσν.) [[νεοσσός]], μικρό [[πουλί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόγονος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται ή προέρχεται από κάποιον<br /><b>3.</b> [[παραγωγικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εγγονός]] <span style="color: red;"><</span> <i>έγγονος</i> με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] τα [[γιος]], [[ανεψιός]] ( | |mltxt=και έγγονος και αγγονός και [[άγγονας]], ο<br />θηλ. [[εγγονή]] και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η<br />ουδ. [[εγγόνι]] και αγγόνι, το (AM [[ἔγγονος]], ο<br />θηλ. [[ἐγγόνη]] και [[ἔγγονος]], η)<br />το [[παιδί]] του γιου ή της κόρης κάποιου<br />(αρχ.- μσν.) [[νεοσσός]], μικρό [[πουλί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόγονος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται ή προέρχεται από κάποιον<br /><b>3.</b> [[παραγωγικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εγγονός]] <span style="color: red;"><</span> <i>έγγονος</i> με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] τα [[γιος]], [[ανεψιός]] ([[πρβλ]]. [[προγονός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
και έγγονος και αγγονός και άγγονας, ο
θηλ. εγγονή και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, η
ουδ. εγγόνι και αγγόνι, το (AM ἔγγονος, ο
θηλ. ἐγγόνη και ἔγγονος, η)
το παιδί του γιου ή της κόρης κάποιου
(αρχ.- μσν.) νεοσσός, μικρό πουλί
αρχ.
1. απόγονος
2. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από κάποιον
3. παραγωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγγονός < έγγονος με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα γιος, ανεψιός (πρβλ. προγονός)].