εισοδηματίας: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ( | |mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>rentier</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Χρόνος</i>]. | ||
}} | }} |