Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εδάφιο: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐδάφιον]])<br />[[χωρίο]], σύντομο [[απόσπασμα]] ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η [[υποδιαίρεση]] παραγράφου («το τρίτο [[εδάφιο]] της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδαφος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[χωρίον]] <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιον</i>)].
|mltxt=το (AM [[ἐδάφιον]])<br />[[χωρίο]], σύντομο [[απόσπασμα]] ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η [[υποδιαίρεση]] παραγράφου («το τρίτο [[εδάφιο]] της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδαφος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. και [[χωρίον]] <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιον</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM ἐδάφιον)
χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)
νεοελλ.
(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδαφος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. και χωρίον < χώρα + -ιον)].