εδάφιο: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐδάφιον]])<br />[[χωρίο]], σύντομο [[απόσπασμα]] ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η [[υποδιαίρεση]] παραγράφου («το τρίτο [[εδάφιο]] της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδαφος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ( | |mltxt=το (AM [[ἐδάφιον]])<br />[[χωρίο]], σύντομο [[απόσπασμα]] ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η [[υποδιαίρεση]] παραγράφου («το τρίτο [[εδάφιο]] της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έδαφος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. και [[χωρίον]] <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιον</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:43, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM ἐδάφιον)
χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)
νεοελλ.
(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδαφος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. και χωρίον < χώρα + -ιον)].