εξαδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξαδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έξι δάκτυλα («ὁ βασιλεὺς ἧτο [[ἑξαδάκτυλος]]», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]] έξι δακτύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξαδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει έξι δάκτυλα («ὁ βασιλεὺς ἧτο [[ἑξαδάκτυλος]]», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]] έξι δακτύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξαδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει έξι δάκτυλα («ὁ βασιλεὺς ἧτο ἑξαδάκτυλος», Τζέτζ.)
αρχ.
αυτός που έχει μήκος έξι δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δάκτυλος.