εκάτερος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἑκάτερος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ένας]] από τους δύο [[χωριστά]], από [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> [[έκαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έκαστος]], αν αναλυθεί σε <i>έκα</i>-<i>στος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έτερος]], [[πότερος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἑκάτερος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ένας]] από τους δύο [[χωριστά]], από [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> [[έκαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έκαστος]], αν αναλυθεί σε <i>έκα</i>-<i>στος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[έτερος]], [[πότερος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑκάτερος, -α, -ον)
1. κάθε ένας από τους δύο χωριστά, από μόνος του
2. έκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έκαστος, αν αναλυθεί σε έκα-στος + επίθημα -τερος (πρβλ. έτερος, πότερος κ.ά.)].