ερισμάραγος: Difference between revisions

From LSJ
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρισμάραγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο [[Διός]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[αστραπή]]) («[[ἐρισμάραγος]] [[ἀστραπή]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> αυτός που ηχεί [[δυνατά]] («[[ἐρισμάραγος]] [[θάλασσα]]», Μουσαί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -[[σμάραγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σμαραγώ]] «[[κάνω]] θόρυβο», <b>[[πρβλ]].</b> [[ερισφάραγος]])].
|mltxt=[[ἐρισμάραγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο [[Διός]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[αστραπή]]) («[[ἐρισμάραγος]] [[ἀστραπή]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> αυτός που ηχεί [[δυνατά]] («[[ἐρισμάραγος]] [[θάλασσα]]», Μουσαί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -[[σμάραγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σμαραγώ]] «[[κάνω]] θόρυβο», [[πρβλ]]. [[ερισφάραγος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:47, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐρισμάραγος, -ον (Α)
1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.)
2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.)
3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατάἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σμάραγος (< σμαραγώ «κάνω θόρυβο», πρβλ. ερισφάραγος)].