εργόχειρο: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐργόχειρον]])<br /><b>1.</b> υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο [[χέρι]], όχι με [[μηχανή]], [[χειροτέχνημα]]<br /><b>2.</b> χειρωνακτική [[εργασία]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]] <span style="color: red;">+</span> <i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]] «[[χέρι]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>χειρος</i>, <i>πρό</i>-<i>χειρος</i> κ.λπ.].
|mltxt=το (AM [[ἐργόχειρον]])<br /><b>1.</b> υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο [[χέρι]], όχι με [[μηχανή]], [[χειροτέχνημα]]<br /><b>2.</b> χειρωνακτική [[εργασία]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]] <span style="color: red;">+</span> <i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]] «[[χέρι]]»)<br />[[πρβλ]]. <i>ιδιό</i>-<i>χειρος</i>, <i>πρό</i>-<i>χειρος</i> κ.λπ.].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM ἐργόχειρον)
1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα
2. χειρωνακτική εργασία μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι»)
πρβλ. ιδιό-χειρος, πρό-χειρος κ.λπ.].