εξάμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει [[τάδε]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάμετρο</i><br />[[στίχος]] που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, [[κυρίως]] δακτυλικούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τονικό εξάμετρο» — [[στίχος]] που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] έξι μέτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι [[μέτρα]]<br /><b>2.</b> (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει [[τάδε]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάμετρο</i><br />[[στίχος]] που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, [[κυρίως]] δακτυλικούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τονικό εξάμετρο» — [[στίχος]] που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πλάτος]] έξι μέτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάμετρος, -ον)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα
2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξάμετρο
στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, κυρίως δακτυλικούς
νεοελλ.
1. φρ. «τονικό εξάμετρο» — στίχος που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους
2. αυτός που έχει πλάτος έξι μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μέτρον.