ευήκοος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(15) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήκοος]], -ον<br />Α και [[εὐάκοος]], -ον)<br />αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με [[προσοχή]] και ευμενή [[διάθεση]] («εὐήκοον οὖς»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει καλή [[ακοή]], όποιος ακούει καλά<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εισακούεται από τον θεό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐήκοον</i><br />α) η καλή [[κατάσταση]] της ακοής<br />β) η [[ευμένεια]] με την οποία ο [[θεός]] εισακούει τις προσευχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[προδιάθεση]] για [[κάτι]] («[[εὐήκοος]] πρὸς μεταβολήν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]] στην [[ακοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]]. Το -<i>η</i>- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήκοος]], -ον<br />Α και [[εὐάκοος]], -ον)<br />αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με [[προσοχή]] και ευμενή [[διάθεση]] («εὐήκοον οὖς»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει καλή [[ακοή]], όποιος ακούει καλά<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εισακούεται από τον θεό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐήκοον</i><br />α) η καλή [[κατάσταση]] της ακοής<br />β) η [[ευμένεια]] με την οποία ο [[θεός]] εισακούει τις προσευχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[προδιάθεση]] για [[κάτι]] («[[εὐήκοος]] πρὸς μεταβολήν»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]] στην [[ακοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]]. Το -<i>η</i>- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>υπ</i>-<i>ήκοος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐήκοος, -ον
Α και εὐάκοος, -ον)
αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς»)
αρχ.-μσν.
1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά
2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐήκοον
α) η καλή κατάσταση της ακοής
β) η ευμένεια με την οποία ο θεός εισακούει τις προσευχές
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση ή προδιάθεση για κάτι («εὐήκοος πρὸς μεταβολήν»)
2. εκείνος που ακούγεται καθαρά
3. ευχάριστος στην ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακούω. Το -η- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. επ-ήκοος, υπ-ήκοος)].