επιχειλής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν ῥῑνα [[ἐπικαμπής]], τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]]» — με κάμπουρωτή [[μύτη]], με χείλη τραβηγμένα [[προς]] τα [[μέσα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπτο</i>-<i>χειλής</i>, <i>αμβλυ</i>-<i>χειλής</i>)].
|mltxt=[[ἐπιχειλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[κοντά]] στα χείλη<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] [[σχεδόν]] ώς τα χείλη<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] ως τα χείλη, [[ξέχειλος]]<br /><b>4.</b> αυτός που τα χείλη του [[είναι]] στραμμένα [[προς]] τα [[μέσα]] όπως τών [[γέρων]] («τὴν ῥῑνα [[ἐπικαμπής]], τὸ [[στόμα]] [[ἐπιχειλής]]» — με κάμπουρωτή [[μύτη]], με χείλη τραβηγμένα [[προς]] τα [[μέσα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>λεπτο</i>-<i>χειλής</i>, <i>αμβλυ</i>-<i>χειλής</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐπιχειλής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη
2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη
3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος
4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» — με κάμπουρωτή μύτη, με χείλη τραβηγμένα προς τα μέσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειλής (< χείλος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. λεπτο-χειλής, αμβλυ-χειλής)].