ευμεταχείριστος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο [[βολικός]] («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύχρηστος]] («[[λόγος]] εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμεταχειρίστως</i> (Α)<br />με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με [[επιδεξιότητα]] («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[χειρίζομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]], <i>δυσ</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο [[βολικός]] («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύχρηστος]] («[[λόγος]] εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμεταχειρίστως</i> (Α)<br />με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με [[επιδεξιότητα]] («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[χειρίζομαι]] ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]], <i>δυσ</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, -ον)
1. (για πρόσ.)
1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.)
2. (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο εύχρηστοςλόγος εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)
3. αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει κάποιος εύκολα.
επίρρ...
εὐμεταχειρίστως (Α)
με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με επιδεξιότητα («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-χειρίζομαι (πρβλ. α-μετα-χείριστος, δυσ-μετα-χείριστος)].