ευάερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάερος]], -ον)<br />(για [[σπίτι]] ή [[τόπο]]) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο [[σπίτι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αερος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, -<i>ος</i>), (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>άερος</i>, <i>εν</i>-<i>άερος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάερος]], -ον)<br />(για [[σπίτι]] ή [[τόπο]]) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο [[σπίτι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αερος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, -<i>ος</i>), ([[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>άερος</i>, <i>εν</i>-<i>άερος</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐάερος, -ον)
(για σπίτι ή τόπο) αυτός που έχει άφθονο, δροσερό αέρα, αυτός που αερίζεται καλά (α. «εὐάερον τὴν πόλιν» β. «ευάερο σπίτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αερος (< αήρ, -ος), (πρβλ. δυσ-άερος, εν-άερος)].