ευαλσής: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαλσής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ωραία άλση («[[νησίον]] εὐαλσές», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλσος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>αλσής</i>].
|mltxt=[[εὐαλσής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ωραία άλση («[[νησίον]] εὐαλσές», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλσος]]), [[πρβλ]]. <i>κατ</i>-<i>αλσής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐαλσής, -ές (Α)
αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ-αλσής].