εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
εὐαλσής, -ές (Α)αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλσής (< άλσος), πρβλ. καταλσής].