βάλσαμο: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μπάλσαμο]] και βάρσαμο, το και [[βάλσαμος]] και βάρσαμος και [[μπάλσαμος]], ο (AM [[βάλσαμον]], το, Α και βάρσαμον, το, Μ και βάρσαμος, ο)<br /><b>1.</b> βαλσαμόδεντρο, [[δέντρο]] με αρωματική [[ρητίνη]] Balsamodendrum opobalsamum<br /><b>2.</b> η [[ρητίνη]] του βαλσάμου, [[φάρμακο]] για τα τραύματα και τους κωλικούς<br /><b>3.</b> (γενικά) αρωματικό [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φάρμακο]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο πιθ. σημιτικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>b</i><i>ā</i><i>š</i><i>ā</i><i>m</i>, αραβ. <i>ba š</i><i>ā</i><i>m</i>)].
|mltxt=και [[μπάλσαμο]] και βάρσαμο, το και [[βάλσαμος]] και βάρσαμος και [[μπάλσαμος]], ο (AM [[βάλσαμον]], το, Α και βάρσαμον, το, Μ και βάρσαμος, ο)<br /><b>1.</b> βαλσαμόδεντρο, [[δέντρο]] με αρωματική [[ρητίνη]] Balsamodendrum opobalsamum<br /><b>2.</b> η [[ρητίνη]] του βαλσάμου, [[φάρμακο]] για τα τραύματα και τους κωλικούς<br /><b>3.</b> (γενικά) αρωματικό [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φάρμακο]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο πιθ. σημιτικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. εβρ. <i>b</i><i>ā</i><i>š</i><i>ā</i><i>m</i>, αραβ. <i>ba š</i><i>ā</i><i>m</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μπάλσαμο και βάρσαμο, το και βάλσαμος και βάρσαμος και μπάλσαμος, ο (AM βάλσαμον, το, Α και βάρσαμον, το, Μ και βάρσαμος, ο)
1. βαλσαμόδεντρο, δέντρο με αρωματική ρητίνη Balsamodendrum opobalsamum
2. η ρητίνη του βαλσάμου, φάρμακο για τα τραύματα και τους κωλικούς
3. (γενικά) αρωματικό φυτό
νεοελλ.
1. φάρμακο, γιατρικό
2. παρηγοριά, ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο πιθ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. bāšām, αραβ. ba šām)].