Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευφυολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη [[λόγια]], ευφυολογίες, ο [[χαριτολόγος]]<br /><b>2.</b> αυτός που λέει έξυπνα, [[επιτυχημένα]] αστεία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφυολόγως</i><br />με ευφυολογίες, με πνευματώδη [[διάθεση]], αστεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευφυής]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>ετυμο</i>-[[λόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].
|mltxt=-ο<br /><b>1.</b> αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη [[λόγια]], ευφυολογίες, ο [[χαριτολόγος]]<br /><b>2.</b> αυτός που λέει έξυπνα, [[επιτυχημένα]] αστεία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφυολόγως</i><br />με ευφυολογίες, με πνευματώδη [[διάθεση]], αστεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευφυής]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>γλωσσο</i>-[[λόγος]], <i>ετυμο</i>-[[λόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη λόγια, ευφυολογίες, ο χαριτολόγος
2. αυτός που λέει έξυπνα, επιτυχημένα αστεία.
επίρρ...
ευφυολόγως
με ευφυολογίες, με πνευματώδη διάθεση, αστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυής + -λόγος (< λέγω), πρβλ. γλωσσο-λόγος, ετυμο-λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].