εύκομος: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(15) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκομος]], -ον, επικ. και [[λυρικός]] τ. ἠΰκομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά, η [[καλλίκομος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει καλό, [[ωραίο]] [[μαλλί]], ο [[εύμαλλος]] («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δέντρα) α) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]] («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)<br />β) [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), | |mltxt=[[εὔκομος]], -ον, επικ. και [[λυρικός]] τ. ἠΰκομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά, η [[καλλίκομος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει καλό, [[ωραίο]] [[μαλλί]], ο [[εύμαλλος]] («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για δέντρα) α) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]] («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)<br />β) [[καρποφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>κομος</i>, <i>καλλί</i>-<i>κομος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:03, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)
1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος
2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)
3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)
β) καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος, καλλί-κομος].