ευσυγκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που συγκινείται εύκολα, ο [[ευαίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>συγ</i>-<i>κινητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συγ</i>-[[κινώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>συγ</i>-<i>κίνητος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Μ. Βιζυηνό].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που συγκινείται εύκολα, ο [[ευαίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>συγ</i>-<i>κινητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συγ</i>-[[κινώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>συγ</i>-<i>κίνητος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Μ. Βιζυηνό].
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που συγκινείται εύκολα, ο ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συγ-κινητος (< συγ-κινώ), πρβλ. α-συγ-κίνητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γ. Μ. Βιζυηνό].