εύανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔανδρος]], -ον)<br />(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φέρνει [[ευτυχία]] στους ανθρώπους («[[ὅπως]] ἂν [[εὔφρων]] ἥδε [[ὁμιλία]] χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῑς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η [[συντροφιά]] και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>ανδρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔανδρος]], -ον)<br />(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φέρνει [[ευτυχία]] στους ανθρώπους («[[ὅπως]] ἂν [[εὔφρων]] ἥδε [[ὁμιλία]] χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῑς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η [[συντροφιά]] και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), [[πρβλ]]. <i>άν</i>-<i>ανδρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔανδρος, -ον)
(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)
αρχ.
αυτός που φέρνει ευτυχία στους ανθρώπους («ὅπως ἂν εὔφρων ἥδε ὁμιλία χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῑς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η συντροφιά και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανδρος (< ανήρ), πρβλ. άν-ανδρος, φίλ-ανδρος].