εὑρεσίκακος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὑρεσίκακος]], -ον (ΑΜ)<br />[[εφευρετικός]] στο [[κακό]], [[ικανός]] να επινοήσει [[κάτι]] [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], | |mltxt=[[εὑρεσίκακος]], -ον (ΑΜ)<br />[[εφευρετικός]] στο [[κακό]], [[ικανός]] να επινοήσει [[κάτι]] [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], [[πρβλ]]. <i>ευρεσί</i>-<i>λογος</i>, <i>ευρεσι</i>-<i>τέχνης</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]], σύνθετο του τ. [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A inventive of evil, Sch.E. Med.407.
German (Pape)
[Seite 1092] erfinderisch im Bösen, Schol. Eur. Med. 407.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρεσίκᾰκος: -ον, ἐφευρίσκων κακόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 407.
Greek Monolingual
εὑρεσίκακος, -ον (ΑΜ)
εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί-λογος, ευρεσι-τέχνης) + κακός, σύνθετο του τ. τερψίμβροτος.