ηθοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[ἠθοποιός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[ηθοποιός]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] το να υποδύεται στο [[θέατρο]] ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο [[θεατρικός]] [[υποκριτής]], ο [[θεατρίνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο [[θεατρίνος]] της ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το [[ήθος]], τον χαρακτήρα, [[ηθοπλαστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠθοποιόν</i><br />η [[ηθοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βροχο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]]. Στη νέα ελλ. η [[σημασία]] της λ. «[[εκείνος]] που διαπλάθει το [[ήθος]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[εκείνος]] που αναπαριστά το [[ήθος]]» και [[έτσι]] το [[ηθοποιός]] αντικατέστησε το αρχ. [[υποκριτής]], που με τη [[σειρά]] του έλαβε στη νέα ελλ. [[άλλη]] σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου].
|mltxt=-ό (AM [[ἠθοποιός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[ηθοποιός]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] το να υποδύεται στο [[θέατρο]] ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο [[θεατρικός]] [[υποκριτής]], ο [[θεατρίνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο [[θεατρίνος]] της ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το [[ήθος]], τον χαρακτήρα, [[ηθοπλαστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠθοποιόν</i><br />η [[ηθοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), [[πρβλ]]. <i>βροχο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]]. Στη νέα ελλ. η [[σημασία]] της λ. «[[εκείνος]] που διαπλάθει το [[ήθος]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[εκείνος]] που αναπαριστά το [[ήθος]]» και [[έτσι]] το [[ηθοποιός]] αντικατέστησε το αρχ. [[υποκριτής]], που με τη [[σειρά]] του έλαβε στη νέα ελλ. [[άλλη]] σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ό (AM ἠθοποιός, -όν)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ηθοποιός
αυτός που έχει ως επάγγελμα το να υποδύεται στο θέατρο ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο θεατρικός υποκριτής, ο θεατρίνος
2. μτφ. αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο θεατρίνος της ζωής
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το ήθος, τον χαρακτήρα, ηθοπλαστικός
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθοποιόν
η ηθοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. βροχο-ποιός, κακο-ποιός. Στη νέα ελλ. η σημασία της λ. «εκείνος που διαπλάθει το ήθος» εξελίχθηκε στη σημ. «εκείνος που αναπαριστά το ήθος» και έτσι το ηθοποιός αντικατέστησε το αρχ. υποκριτής, που με τη σειρά του έλαβε στη νέα ελλ. άλλη σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].