ημιέργαστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιέργαστος]], -ον (Α)<br />κατειργασμένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ημιτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επ</i>-<i>εξ</i>-<i>έργαστος</i>, <i>α</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>].
|mltxt=[[ἡμιέργαστος]], -ον (Α)<br />κατειργασμένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ημιτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>επ</i>-<i>εξ</i>-<i>έργαστος</i>, <i>α</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιέργαστος, -ον (Α)
κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν-επ-εξ-έργαστος, α-κατ-έργαστος].