θαλαμάρχης: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />ο [[κατά]] βαθμό [[ανώτερος]] ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ' έναν θάλαμο του στρατώνα, [[υπεύθυνος]] για την [[τάξη]] και την [[καθαριότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομαδ</i>-<i>άρχης</i>, <i>τμηματ</i>-<i>άρχης</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=ο<br />ο [[κατά]] βαθμό [[ανώτερος]] ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ' έναν θάλαμο του στρατώνα, [[υπεύθυνος]] για την [[τάξη]] και την [[καθαριότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i> ([[πρβλ]]. <i>ομαδ</i>-<i>άρχης</i>, <i>τμηματ</i>-<i>άρχης</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ο κατά βαθμό ανώτερος ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ' έναν θάλαμο του στρατώνα, υπεύθυνος για την τάξη και την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -αρχης (πρβλ. ομαδ-άρχης, τμηματ-άρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].