θαλαμάρχης

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ο
ο κατά βαθμό ανώτερος ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ' έναν θάλαμο του στρατώνα, υπεύθυνος για την τάξη και την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -αρχης (πρβλ. ομαδάρχης, τμηματάρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].