θαλασσογενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θαλασσογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει σχηματιστεί με την [[επενέργεια]] του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ενδο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[θαλασσογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει σχηματιστεί με την [[επενέργεια]] του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>ενδο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:31, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσογενής Medium diacritics: θαλασσογενής Low diacritics: θαλασσογενής Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: thalassogenḗs Transliteration B: thalassogenēs Transliteration C: thalassogenis Beta Code: qalassogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι) A sea-born, κήρυκες Archestr.Fr.56.7.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσογενής: -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.

Greek Monolingual

-ές (Α θαλασσογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ενδο-γενής, ομο-γενής].