ημερόβιος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. <i>δενδρό</i>-<i>βιος</i>, <i>υδρό</i>-<i>βιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἡμερόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον
γένος εντόμων της οικογένειας ημεροβιίδες
νεοελλ.
1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος
2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ησυχάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας
αρχ.
1. (για τον Διογένη) αυτός που ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. δενδρό-βιος, υδρό-βιος].